Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οφειλή η [ofilí] Ο29 : αυτό που κάποιος οφείλει, χρωστάει σε κπ. άλλο· χρέος. 1. χρηματική οφειλή: Οι οφειλές του ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση για οφειλές στο δημόσιο. 2. ηθική υποχρέωση: Είναι μεγάλη η ~ μου στους γονείς / σε όσους με ευεργέτησαν.
[λόγ. < αρχ. ὀφειλή]