Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφειλέτης
1 εγγραφή
οφειλέτης ο [ofilétis] Ο10 θηλ. οφειλέτρια [ofilétria] Ο27 : αυτός που οφεί λει κτ., ιδίως χρήματα· χρεώστης. ANT πιστωτής, δανειστής. || (ως επίθ.): Οφειλέτρια εταιρεία.

[λόγ. < αρχ. ὀφειλέτης· λόγ. οφειλέ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες