Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουά [uá] (άκλ.) : (παιδ.) ηχομιμητική λέξη που μιμείται το κλάμα του μωρού.
[ηχομιμ.]
- ουαί [ué] επιφ. : 1. επιτατικό στην εκφορά ~ και αλίμονο: ~ και αλίμονο, αν κρινόταν το μέλλον τους από αυτόν, αλίμονό τους. 2. (απαρχ.) ΦΡ ~ τοις ηττημένοις, αλίμονο στους ηττημένους.
[λόγ. < ελνστ. οὐαί]
- ουαλικός -ή -ό [ualikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ουαλία ή στους Ουαλούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς.
[λόγ. Ουαλ(ία) -ικός < αγγλ. Wal(es) -ία (ορθογρ. δαν.)]
- ουάου [uáu] επιφ. : (προφ.) χρησιμοποιείται απολύτως και δηλώνει θαυμασμό και ικανοποίηση: ~, τι αμάξι ήταν αυτό!
[λόγ. < αγγλ. wow]
- ουβερτούρα η [uvertúra] Ο25α : (μουσ.) εισαγωγή, προοίμιο ενός μουσικού έργου· πρελούντιο. ANT φινάλε.
[ιταλ. overtura με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]