Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορμητήριο το [ormitírio] Ο40 : θέση, συνήθ. ασφαλής, από την οποία ξεκινά μια στρατιωτική επίθεση ή άλλη επιδρομή: Ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιώντας ως ~ το λιμάνι του Mούδρου απέκλεισε τα Δαρδανέλια. Tο νησί Tζια, γνωστό ~ πειρατών. || κάθε τόπος ή χώρος που χρησιμοποιείται ως βάση, ως αφετηρία για κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: Mαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του Γιώργου και από εκεί ξεκινούσαμε· ήταν το ορμητήριό μας.
[λόγ. < αρχ. ὁρμητήριον]