Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορειβάτης
1 εγγραφή
ορειβάτης ο [orivátis] Ο10 θηλ. ορειβάτισσα [orivátisa] Ο27 : αυτός που ασχολείται με την ορειβασία: H εξάρτυση του ορειβάτη. Ομάδα ορειβατών, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο.

[λόγ. ορει(βασία) -βάτης (διαφ. το αρχ. ὀρειβάτης `ζώο που ζει στα βουνά΄)· λόγ. ορειβάτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες