Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπτιμισμός
1 εγγραφή
οπτιμισμός ο [optimizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η αισιοδοξία. ANT πεσιμισμός.

[λόγ. < γαλλ. optimisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες