Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπτασία η [optasía] Ο25 : οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί· όραμα: H ~ του νεκρού πατέρα. || (επέκτ.) για εξιδανικευμένη οπτασία: Είναι όμορφη σαν ~.
[λόγ. < ελνστ. ὀπτασία `όραμα΄ & σημδ. γαλλ. vision]