Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπουδήποτε [opuδípote] επίρρ. τοπ. : με αόριστη αναφορά σε οποιοδήποτε σημείο ή χώρο, χωρίς τοπικό περιορισμό· όπου τυχόν, όπου να ΄ναι: Mπορούμε να συναντηθούμε ~ και οποτεδήποτε θέλεις, όπου. Είναι εύκολο ρούχο· φοριέται ~. Άφησέ το ~. || με εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: ~ και να ρωτήσετε, θα βρείτε τις ίδιες τιμές. ~ κι αν το κρύψεις, θα το βρουν.
[λόγ. < ελνστ. ὁπουδήποτε μτφρδ. (ελνστ.) του λατ. ubicumque]