Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπλοφορία η [oploforía] Ο25 : η ιδιότητα του οπλοφόρου, το να έχει κάποιος μαζί του φορητό όπλο: Άδεια οπλοφορίας. Kαταδίκη για παράνομη ~.
[λόγ. < ελνστ. ὁπλοφορία]