Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπισθοδρομικός -ή -ό [opisθoδromikós] Ε1 : που έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη, από την πρόοδο· καθυστερημένος. ANT σύγχρονος, μοντέρνος: Οπισθοδρομικές ιδέες / απόψεις. Tι κρίμα, νέος άνθρωπος και να έχει τόσο οπισθοδρομικές αντιλήψεις! ~ άνθρωπος, που δεν έχει προοδευτικές ιδέες. || (ως ουσ.): Οι νέοι έρχονται πάντοτε σε αντίθεση με τους οπισθοδρομικούς και τους καθυστερημένους.
οπισθοδρομικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. οπισθοδρομ(ώ) -ικός μτφρδ. γαλλ. rétrograde]