Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπή
1 εγγραφή
οπή η [opí] Ο29 : (λόγ.) τρύπα: Tα αέρια βγαίνουν έξω από μία ~.

[λόγ. < αρχ. ὀπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες