Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οξυδέρκεια η [oksiδérkia] Ο27 : πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα: Aναλύω / ερευνώ με ~ ένα θέμα. Άνθρωπος με ~.
[λόγ. < μσν. οξυδέρκεια < οξυδερκ(ής) -εια]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. οξυδέρκεια < οξυδερκ(ής) -εια]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |