Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομωνυμία η [omonimía] Ο25 : η ιδιότητα ομώνυμων εννοιών, προσώπων, πραγμάτων κτλ.
[λόγ. < αρχ. ὁμωνυμία `ύπαρξη ίδιου ονόματος, δισημία΄ & σημδ. γαλλ. homonymie < λατ. homonymia < αρχ. ὁμωνυμία]
- ομώνυμος -η -ο [omónimos] Ε5 : 1α. που έχει το ίδιο όνομα με κπ. ή με κτ. άλλο: H πόλη Xίος, πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού. H Aντιγόνη, ηρωίδα της ομώνυμης τραγωδίας. || (θέατρ.) ~ ρόλος. β. (γραμμ.) Ομώνυμες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομόηχος· (πρβ. ομόγραφος): Tα επίθετα “ψηλός” και “ψιλός” είναι λέξεις ομώνυμες. || (ως ουσ.) τα ομώνυμα, οι ομώνυμες λέξεις. 2. (επιστ.) ANT ετερώνυμος. α. (μαθημ.) Ομώνυμα κλάσματα, που έχουν τον ίδιο παρονομαστή. β. (φυσ.) που έχει το ίδιο ηλεκτρικό φορτίο ή την ίδια ελκτική ικανότητα με κτ. άλλο: Ομώνυμοι πόλοι δύο μπαταριών / μαγνητών, που είναι ίδιοι, θετικοί ή αρνητικοί. Οι ομώνυμοι πόλοι απωθούνται, οι ετερώνυμοι έλκονται. Ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία. || (μτφ.): Tα ομώνυμα απωθούνται, τα ετερώνυμα έλκονται, για να δείξουμε ότι αντίθετοι ανθρώπινοι χαρακτήρες μπορούν να συμφωνήσουν, να συμβιώσουν, να συνυπάρξουν.
[λόγ.: 1α: αρχ. ὁμώνυμος· 1β: σημδ. γαλλ. (πληθ.) homonymes (στη νέα σημ.) < λατ. homonymus < αρχ. ὁμώνυμος· 2α: σημδ. γαλλ. déno minateur commun· 2β: σημδ. γερμ. gleichmaniger Ρol]