Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομοσπονδία η [omosponδía] Ο25 : 1. το ομοσπονδιακό κράτος: H ελβετική ~. 2. δευτεροβάθμια οργάνωση (συνδικαλιστική, επαγγελματική, αθλητική, πολιτιστική κτλ.) στην οποία συμμετέχουν αντίστοιχες πρωτοβάθμιες οργανώσεις, ενώ αυτή συντονίζει τη δράση τους: Ομοσπονδία Tραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος. Ομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης. || (επέκτ.) για άλλες ομοειδείς οργανώσεις: Mία ~ κομμάτων / κρατών.
[λόγ. ομόσπονδ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. confédération, fédération]
- ομοσπονδιακός -ή -ό [omosponδiakós] Ε1 : 1α. Ομοσπονδιακό κράτος, του οποίου οι διάφορες περιοχές έχουν χωριστές τοπικές κυβερνήσεις, με τις οποίες η κεντρική κυβέρνηση μοιράζεται την κρατική εξουσία. Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. β. που αναφέρεται στο ομοσπονδιακό κράτος συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα ομόσπονδα κράτη, τα οποία το αποτελούν: Ομοσπονδιακό σύνταγμα. Ομοσπονδιακή πρωτεύουσα / κυβέρνηση / αστυνομία. 2. που έχει σχέση με μία ομοσπονδία συλλόγων, σωματείων κτλ.: Ομοσπονδιακή οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο ~ προπονητής, για προπονητή εθνικής αθλητικής ομάδας.
ομοσπονδιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ομοσπονδί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. fédéral]