Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομολογητής
1 εγγραφή
ομολογητής ο [omolojitís] Ο7 : (εκκλ.) επίσημος χαρακτηρισμός χριστια νού, που αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του παρά τα μαρτύρια που υπέστη: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές.

[λόγ. < ελνστ. ὁμολογητής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες