Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομογενής -ής -ές [omojenís] Ε10 : 1. που ανήκει στο ίδιο γένος με κπ. άλλο. ANT αλλογενής. || (ως ουσ.) ο ομογενής, χαρακτηρισμός για κάθε άτομο ελληνικής καταγωγής που ζει μόνιμα στο εξωτερικό: Tο νοσοκομείο χτίστηκε με δωρεά ενός πλούσιου ομογενή. Οι ομογενείς των HΠA / του Kαναδά / της Aυστραλίας, η ομογένεια. 2. που έχει τις ίδιες ιδιότητες με κτ. άλλο: (φυσ.) Ομογενή ηλεκτρικά / μαγνητικά πεδία. (χημ.) Ομογενείς (χημικές) ενώσεις / αντιδράσεις. Ομογενές μείγμα, που έχει την ίδια σύσταση σε όλα του τα σημεία. (μαθημ.) Ομογενείς εξισώσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ὁμογενής· 2: σημδ. γαλλ. homogène (στη νέα σημ.) < μσνλατ. homogenus < αρχ. ὁμογενής]