Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οκταμελής -ής -ές [oktamelís] & οχταμελής -ής -ές [oxtamelís] Ε10 : που αποτελείται από οχτώ μέλη: ~ οικογένεια / αντιπροσωπεία.
[λόγ. οκτα- + -μελής· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]