Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικόσιτος -η -ο [ikósitos] Ε5 : (για ζώα ή πτηνά) που ζουν στα πλαίσια της ανθρώπινης κατοικίας.
[λόγ. < ελνστ. οἰκόσιτος `που ζει στο σπίτι΄ (για ποντικό σε αντίθεση προς τον αρουραίο), αρχ. σημ.: `που τρώει σπίτι του΄]