Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικόπεδο το [ikópeδo] Ο40 : 1. έκταση γης, συνήθ. μικρή, που βρίσκεται μέσα ή κοντά σε πόλη ή χωριό και είναι κατάλληλη για οικοδόμηση κτιρίου: Ένα ~ εντός / εκτός σχεδίου πόλεως. Άρτιο ~. Παραθαλάσσιο ~. Περιφράξεις / απαλλοτριώσεις οικοπέδων. 2. (μτφ., πληθ., οικ.) ο τομέας που καλύπτουν οι αρμοδιότητες, οι δικαιοδοσίες, η επιρροή κτλ. κάποιου· χωράφι2: Tι ζητάς σε ξένα οικόπεδα, αφού δε διαθέτεις την απαραίτητη υποδομή; Mπαίνω σε ξένα οικόπεδα, ασχολούμαι με πράγματα για τα οποία δεν είμαι αρμόδιος. || H φιλοσοφία και τα γειτονικά της οικόπεδα.
οικοπεδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. οἰκόπεδον]
- οικοπεδοποίηση η [ikopeδopíisi] Ο33 : μετατροπή μιας έκτασης γης σε οικόπεδα: Παράνομη καταπάτηση και ~ δασικών εκτάσεων.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -ποίη(σις) -ση]
- οικοπεδοποιώ [ikopeδopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω μια έκταση γης σε οικόπεδα: Kαμένα δάση που οικοπεδοποιήθηκαν.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -ποιώ]
- οικοπεδούχος ο [ikopeδúxos] Ο18 θηλ. οικοπεδούχος [ikopeδúxos] Ο35 : ιδιοκτήτης οικοπέδου: Οι οικοπεδούχοι μιας πολυκατοικίας, αυτοί στους οποίους ανήκε το οικόπεδο πριν χτιστεί η πολυκατοικία.
[λόγ. οικόπεδ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οικοπεδοφάγος ο [ikopeδofáγos] Ο18 : (μειωτ.) αυτός που οικειοποιείται ξένη γη και τη μετατρέπει σε οικόπεδα: Οικοπεδοφάγοι που βάζουν φωτιά στα δάση μας.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -φάγος]