Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικτιρμός
1 εγγραφή
οικτιρμός ο [iktirmós] Ο17 : (λόγ.) οίκτος.

[λόγ. < αρχ. οἰκτιρμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες