Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδύσσεια η [oδísia] Ο27α : σειρά πολλών γεγονότων και ιδίως περιπετειών που θυμίζουν εκείνες του Οδυσσέα, όπως περιγράφονται στην Οδύσσεια του Ομήρου: H ~ ενός ξενιτεμένου / ενός βιοπαλαιστή.
[λόγ. < αρχ. Ὀδύσσεια]