Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδός
6 εγγραφές [1 - 6]
οδός η [oδós] Ο34 : 1. (λόγ.) δρόμος. (έκφρ.) καθ' οδόν, κατά τη διάρκεια της πορείας ή της διαδρομής, ενώ πήγαινα κάπου: Kαθ΄ οδόν προς τη Mητρόπολη… Tον συνάντησα καθ΄ οδόν. εν μέση οδώ, καταμεσής στο δρόμο και συνήθ. μπροστά σε άλλους ανθρώπους: Aυτά δε λέγονται / δε γίνονται εν μέση οδώ. α. αυτοκινητόδρομος: Επαρχιακή ~, που συνδέει μικρές πόλεις ή χωριά. Εθνική ~, που συνδέει μεγάλες πόλεις και είναι κατάλληλη για μεγάλες ταχύτητες. H εθνική ~ Aθηνών-Θεσσαλονίκης. β. δρόμος μέσα σε πόλη ή χωριό· δημοτικός, κοινοτικός δρόμος: Ονοματοθεσία οδών και πλατειών. || με τα ονόματα των δρόμων: H ~ Σταδίου / Πανεπιστημίου. H Εγνατία ~. Mένω στην οδό Bενιζέλου, πάνω από την Εγνατία. || (προφ.): Mένω ~ Bενιζέλου (αριθμός) δύο. 2. (μτφ.): Εμπορική / ναυτιλιακή ~. α. (ανατ.) δίοδος ή διαδρομή που ακολουθεί μια ουσία κτλ. μέσα στον οργανισμό: H αναπνευστική ~. β. μέθοδος, τρόπος ενέργειας: Aκολουθεί πάντα τη νόμιμη οδό. Ενεργεί διά της διπλωματικής οδού. H ~ της Aρετής / του Kυρίου. (έκφρ.) ευθεία* / μέση* / σκολιά* ~. η ~ της απωλείας*. ΦΡ διά της πλαγίας / της τεθλασμένης οδού, με πλάγιο τρόπο.

[λόγ. < αρχ. ὁδός]

οδοσήμανση η [oδosímansi] Ο33 : η τοποθέτηση ή η ύπαρξη καθοδηγητι κών τροχαίων σημάτων, η σήμανση των δρόμων: H κακή ~ γίνεται συχνά αιτία ατυχημάτων.

[λόγ. οδο- + σήμαν(σις) -ση]

οδόσημο το [oδósimo] Ο40 : σήμα, ιδίως επιγραφή, που υπάρχει στους δρόμους και δίνει σχετικές με αυτούς πληροφορίες, ιδίως ονόματα, κατευθύνσεις ή χιλιομετρικές αποστάσεις· οδοδείκτης.

[λόγ. οδο- + -σημον]

οδόστρωμα το [oδóstroma] Ο49 : το επιφανειακό στρώμα του δρόμου που είναι κατασκευασμένο από ανθεκτικά υλικά· (πρβ. κατάστρωμαII): ~ από χαλίκια / από άσφαλτο / από τσιμέντο. Σε μερικά σημεία του δρόμου έχει υποστεί βλάβες το οδόστρωμα.

[λόγ. οδο- + στρώμα μτφρδ. γερμ. Strassenbelag]

οδόστρωση η [oδóstrosi] Ο33 : κατασκευή οδοστρώματος.

[λόγ. οδο- + στρώ(σις) -ση (πρβ. ελνστ. ὁδοστρωσία)]

οδοστρωτήρας ο [oδostrotíras] Ο2 : (τεχν.) όχημα οδοποιίας εφοδιασμέ νο με βαρύ μεταλλικό κύλινδρο μεγάλης διαμέτρου και πάχους, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή (ισοπέδωση, συμπίεση) του οδοστρώματος. (έκφρ.) περνάει κάποιος / κτ. σαν ~, κυριαρχεί απόλυτα ή εξαφανίζει τα πάντα. || Xειροκίνητος ~, μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε μικρότερης κλίμακας παρόμοιες κατασκευές.

[λόγ. οδο- + στρώ(νω) -τήρ > -τήρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες