Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδηγός ο [oδiγós] Ο17 θηλ. οδηγός [oδiγós] Ο34 : 1α. (για πρόσ.) αυτός που συνοδεύει κπ. για να του δείχνει το δρόμο: Xάθηκαν στο δάσος, γιατί δεν είχαν οδηγό. || ξεναγός: Επισκέφθηκαν την Aκρόπολη με οδηγό μια αρχαιολόγο. β. (συχνά για πρόσ.) αυτός που βαδίζει μπροστά από ένα σύνολο ανθρώπων: Ο ~ ενός τμήματος που παρελαύνει. || για κπ. ή κτ. που προπορεύεται: Πλοίο ~, το πρώτο της παράταξης. || (μηχανολ.) ~ ιμάντας. γ. (θηλ.) μέλος ομάδας οδηγισμού: Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. 2. αυτός που οδηγεί ένα όχημα: ~ μοτοσικλέτας. ~ αυτοκινήτου, σοφέρ. ~ ταξί. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~. Σχολή οδηγών. 3. (αρσ.) βιβλίο ή γενικά έντυπο που περιέχει οδηγίες ή πληροφορίες πρακτικού χαρακτήρα: ~ επαγγελματικού προσανατολισμού. Tουριστικός ~ μιας πόλης / μιας χώρας. ~ καλής συμπεριφοράς / μαγειρικής. Xρυσός ~, ειδικό τμήμα του τηλεφωνικού καταλόγου στο οποίο η καταχώριση γίνεται με βάση την επαγγελματική κατηγορία. 4. (μτφ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων: Ο Xριστός ας είναι μοναδικός ~ στη ζωή μας. Ο νόμος να ΄ναι πρώτος και μόνος ~.
[λόγ. < ελνστ. ὁδηγός (2: σημδ. γαλλ. conducteur· 3: σημδ. γαλλ. guide)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους (1γ: σημδ. αγγλ. girl guide)]