Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οβίδα η [ovíδa] Ο26 : το βλήμα πυροβόλου2 ή όλμου (σε αντιδιαστολή προς το βλήμα φορητού όπλου): H εκρηκτική γόμωση της οβίδας. Tραυματίστηκε από θραύσματα οβίδας.
[λόγ. οβ(ίς) -ίδα < γαλλ. obus (ορθογρ. δαν.)]