Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξύπνος ο [ksípnos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η κατάσταση εκείνου που δεν κοιμάται. ANT ύπνος: Aνάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο. Στον ύπνο σου το είδες αυτό ή στον ξύπνο σου; (έκφρ.) στον ύπνο και στον ξύπνο, όταν κτ. μας απασχολεί συνεχώς.
[ξυπν(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) αναλ. προς το ύπνος]
- ξυπνός -ή -ό [ksipnós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ξύπνιος.
[μσν. ξυπν(ός) < *εξυπνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἔξυπνος `που έχει ξυπνήσει΄ (μετακ. τόνου;)]