Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλοδαρμός
1 εγγραφή
ξυλοδαρμός ο [ksiloδarmós] Ο17 : η ενέργεια του δέρνω, τα απανωτά και από πρόθεση χτυπήματα που δέχεται κάποιος: Έμεινε αναίσθητος ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό.

[λόγ.(;) ξυλο- + δαρ- (δέρνω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες