Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεριζώνω [kserizóno] -ομαι Ρ1 : 1.τραβώ και βγάζω από το έδαφος ένα φυτό μαζί με τις ρίζες του: Ο άνεμος ξερίζωσε δεκάδες δέντρα. Οι ξεριζωμένες ελιές κείτονται στο χώμα. || (οικ.): Θα σου ξεριζώσω το μαλλί (τρίχα τρίχα), συνήθ. ως απειλή μεταξύ γυναικών. 2. (μτφ.) α. αναγκάζω κπ. να εγκαταλείψει συνήθ. βίαια και οριστικά τη γενέθλια γη ή τον τόπο όπου κατοικεί: Ο πόλεμος ξερίζωσε χιλιάδες ανθρώπους και τους έκανε πρόσφυγες. Ξεριζωμένη γενιά. Ο ξεριζωμένος ελληνισμός της Mικράς Aσίας. β. αποβάλλω οριστικά κτ.: Δεν κατάφερε να ξεριζώσει τις κακές του συνήθειες. Tο κακό πρέπει να ξεριζωθεί.
[μσν. εξεριζώνω, ξεριζώνω < ελνστ. ἐκριζῶ (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -ώ > -ώνω]