Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενόφοβος
1 εγγραφή
ξενόφοβος -η -ο [ksenófovos] Ε5 : που αισθάνεται ξενοφοβία.

[λόγ. ξενοφοβ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες