Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεναγώ [ksenaγó] -ούμαι Ρ10.9 : οδηγώ τους επισκέπτες ενός τόπου, δίνο ντάς τους κάθε είδους σχετικές με αυτόν πληροφορίες, ιστορικές, αρχαιολογικές κτλ.: Mας ξενάγησαν / ξεναγηθήκαμε σε μουσεία / στις Mυκήνες / στα αξιοθέατα της πόλης.
[λόγ. < αρχ. ξεναγῶ]