Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεθωριάζω [kseθorjázo] Ρ2.1α μππ. ξεθωριασμένος : 1.για χρώμα που έχει υποστεί αλλοίωση, συνήθ. από τον ήλιο, με αποτέλεσμα να γίνει πιο ανοιχτό· ξασπρίζω· (πρβ. ξεβάφω): Ξεθώριασαν οι κουρτίνες. Ύφασμα που δεν ξεθωριάζει. Ξεθωριασμένα χρώματα. || Ο ήλιος ξεθωριάζει το μπλε. 2. (μτφ.) για κτ. που έχει χάσει την ένταση και τη δύναμή του, που έχει σχεδόν σβήσει: H εικόνα του ξεθώριασε πια. Mε το πέρασμα του χρόνου οι εντυπώσεις ξεθωριάζουν.
[ξέθωρ(ος) -ιάζω]