Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανά
60 εγγραφές [1 - 10]
ξανά [ksaná] επίρρ. χρον. : 1.για δήλωση επανάληψης· άλλη μια φορά: Θα σε δω ~; Εγώ να του μιλήσω ~; || πάλι: Kαι ~ το ίδιο. Θέλεις να σου το πω ~; Mην του ζητήσεις ~ δανεικά. || σε επίταση: ~ και ~, πολλές φορές: Πρέπει να του το πεις ~ και ~ για να το καταλάβει. || με αναφορά στο παρελθόν: Έχουμε συναντηθεί ~, και άλλη μια φορά στο παρελθόν. || επιστροφή στην προηγούμενη θέση, κατάσταση κτλ.· πάλι: Bάλ΄ το ~ στη θέση του. ΦΡ ~ τα ίδια;, έντονη δυσαρέσκεια για συνεχή επανάληψη. ~ μανά, για ενόχληση που προκύπτει από συνεχή, άσκοπη επανάληψη: Έκανε λάθος στο λογαριασμό και άντε πάλι ~ μανά από την αρχή. || σε ισοδύναμες εκφορές με το πρόθημα ξανα-, π.χ.: Δε θα σου το δώσω / πω ~, δε θα σου το ξαναδώσω / ξαναπώ. Δε θα σου τηλεφωνήσω / δανείσω ~. 2. επιφωνηματικά: ~ ~ ~!, παράγγελμα για συνεχή επανάληψη.

[μσν. ξανά < *εξανά (πρβ. μσν. αξανά) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < πρόθημα (ε)ξανα- (δες στο ξανα-)]

ξανα- [ksana] & ξανά- [ksaná], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα (και συνήθ. στους δεύτερους τύπους παρατατικού και αορίστου πολλών σύνθετων ρημάτων: ξαναήρθα και ξανάρθα, ξαναέφυγα και ξανάφυγα) & ξαν- [ksan], πριν από [a] : α' συνθετικό σε προσδιοριστικά ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη της έννοιας του β' συνθετικού· (πρβ. επανα-, ανα- 2, ματα-): ξαναρχίζω, ~βάζω, ~βρίσκω, ~δοκιμάζω, ~γράφω, ~περνώ, ~τυπώνω, ~χτυπώ· ξανάρχομαι και ~έρχομαι· ~βάψιμο, ~γράψιμο, ~ζωντάνεμα, ~κοίταγμα, ~χτίσιμο.

[μσν. ξανα- < αρχ. ἐξανα- με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < προθ. ἐξ `από, από μέσα από΄ + ἀνά `από κάτω προς τα πάνω, τελείως΄: αρχ. ἐξ-αναδύομαι (ἀνα-δύομαι) `βγαίνω έξω, ανεβαίνω στην επιφάνεια΄, ἐξ-αναστρέφω (ἀνα-στρέ φω) `αναποδογυρίζω΄ ως α' συνθετικό: μσν. ξανα-γράφω]

ξαναβάζω [ksanavázo] Ρ αόρ. ξανάβαλα και ξαναέβαλα, απαρέμφ. ξανα βάλει, μππ. ξαναβαλμένος : βάζω πάλι: Ξανάβαλε το ακουστικό στη θέση του. Ξαναέβαλε το σερβίτσιο στη θέση του. Ξανάβαλε το καπέλο του / την καμπαρντίνα του / τα παπούτσια του, ξαναφόρεσε.

[ξανα- + βάζω (πρβ. μσν. ξαναβάνω)]

ξαναβγάζω [ksanavγázo] Ρ αόρ. ξανάβγαλα και ξαναέβγαλα, απαρέμφ. ξαναβγάλει, μππ. ξαναβγαλμένος : βγάζω πάλι: Ξαναέβγαλα τα μάλλινα από το μπαούλο. Aποφάσισαν να ξαναβγάλουν το περιοδικό, να το εκδώσουν ξανά.

[ξανα- + βγάζω]

ξαναβγαίνω [ksanavjéno] Ρ πρτ. ξανάβγαινα και ξαναέβγαινα, αόρ. ξαναβγήκα, απαρέμφ. ξαναβγεί : βγαίνω ξανά: Ύστερα από λίγο ξαναβγή κε στο μπαλκόνι, εμφανίστηκε πάλι. Δεν ~ μ΄ αυτή την παρέα, συνήθ. για διασκέδαση. Σύντομα θα ξαναβγεί η εφημερίδα, θα ξανακυκλοφορήσει. Πιστεύει ότι θα ξαναβγεί βουλευτής, να εκλεγεί ξανά.

[ξανα- + βγαίνω]

ξαναβλέπω [ksanavlépo] -ομαι Ρ πρτ. ξανάβλεπα και ξαναέβλεπα, αόρ. ξανάδα και ξαναείδα, απαρέμφ. ξαναδεί, παθ. αόρ. ξαναειδώθηκα, απαρέμφ. ξαναϊδωθεί : 1α.βλέπω κτ. για δεύτερη φορά: Aυτό το έργο* το έχω ξαναδεί, και ως έκφραση. β. συναντώ κπ. ξανά: Δεν τον ξανάδα από τότε. Πότε θα ξαναϊδωθούμε; || (ως απειλή): Nα μη σε ξαναδώ μπροστά μου! 2. ζω πάλι μια εμπειρία που είχα δοκιμάσει και στο παρελθόν: Nα μην ξαναδούμε τέτοια συμφορά! 3. ελέγχω, εξετάζω κτ. ξανά: Πρέπει να ξαναδώ το κείμενο / τις ακτινογραφίες / τα σχέδια.

[μσν. ξαναβλέπω < ξανα- + βλέπω]

ξαναβρίσκω [ksanavrísko] -ομαι Ρ πρτ. ξανάβρισκα και ξαναέβρισκα, αόρ. ξαναβρήκα και (προφ.) ξανάβρα και (λαϊκότρ.) ξαναήβρα, προστ. ξαναβρές, απαρέμφ. ξαναβρεί, παθ. αόρ. ξαναβρέθηκα, απαρέμφ. ξαναβρεθεί : βρίσκω πάλι: Ξαναβρήκα τα κλειδιά που είχα χάσει. Ξαναβρή κε την όρασή / την ακοή του. Ξαναβρεθήκαμε ύστερα από πολλά χρόνια, ξανασυναντηθήκαμε. Ξαναβρήκε την ψυχραιμία του / την ισορροπία του / τον εαυτό του. Θέλω να ξαναβρώ την ησυχία μου. (έκφρ.) τα ξαναβρήκαν, συμφιλιώθηκαν.

[ξανα- + βρίσκω]

ξανάβω [ksanávo] Ρ4α μππ. ξαναμμένος (συνήθ. στη μππ.) : που τον έχει διεγείρει, τον έχει ερεθίσει ή τον έχει ξεσηκώσει κάποια αιτία (θυμός, οργή, έντονη επιθυμία για κτ. ή ακόμα το κρασί, το τρέξιμο κτλ.): Ήρθε ξαναμμένος να μας αναγγείλει το μεγάλο γεγονός. || κατακόκκινος από ταραχή κτλ.: Mε ξαναμμένα μάγουλα. H όψη του ήταν ξαναμμένη.

[αρχ. ἐξανάπτω `ανάβω φωτιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μεταπλ. κατά το ανάπτω > ανάβω (πρβ. μσν. ξανάφτω)]

ξαναγεμίζω [ksanajemízo] -ομαι Ρ2.1 : γεμίζω πάλι, ξανά: ~ το μπουκάλι / το βαρέλι. Ξαναγέμισε τα ποτήρια μας (με κρασί).

[ξανα- + γεμίζω]

ξαναγεννώ [ksanajenó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γεννώ πάλι: Ξαναγέννησε η γάτα μας. 2. (παθ., μτφ.) αναζωογονούμαι, αισθάνομαι μεγάλη ανακούφιση και ευφορία: Όποτε πάω στην εξοχή ξαναγεννιέμαι. Mετά το διαζύγιό της αισθάνεται ξαναγεννημένη.

[μσν. ξαναγεννώ < ελνστ. μέσο ἐξαναγεννῶμαι (ἐξ-ανα- > ξανα-)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες