Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξένον το [ksénon] & ξένο το [kséno] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια.
[λόγ. < αγγλ. xenon < ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ξένος `παράξενος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με αποβ. του τελικού [n] ]