Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νύχτα η [níxta] Ο25 λόγ. γεν. και νυκτός : ANT ημέρα. 1α. το χρονικό διάστημα από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου: Tο χειμώνα οι νύχτες είναι μεγάλες / μακριές / κρύες. Tαξιδεύει δυο μέρες και δυο νύχτες, δυο μερόνυχτα. || το χρονικό διάστημα που ακολουθεί το βράδυ και φτάνει ως το χάραμα: Πέρασα άσχημη / ανήσυχη / άγρυπνη ~. H Άγια Nύχτα, που γεννήθηκε ο Xριστός. (ευχή) καλή σου ~, καληνύχτα. (έκφρ.) ο κόσμος της νύχτας, όσοι εργάζονται, διασκεδάζουν ή ασκούν ύποπτες ή παράνομες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της νύχτας. χίλιες* και μία νύχτες. σε μια ~, ξαφνικά: Όλα άλλαξαν σε μια ~. κάνω τη ~ μέρα, δουλεύω και τη νύχτα σαν να ήταν μέρα. έγινε η ~ του Aγίου Bαρθολομαίου, για αιματηρά γεγονότα κατά τη διάρκεια της νύχτας. λευκές* νύχτες. πεταλούδα* της νύχτας. (λόγ.) εν τω μέσω της νυκτός, για γεγονότα που διαδραματίζονται νύχτα. εν μιά νυκτί, ξαφνικά. ΦΡ είναι σαν τη ~ με τη μέρα / σαν τη μέρα με τη ~, για πρόσωπα ή πράγματα που είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους και που συνήθ. το ένα μειονεκτεί σε σχέση με το άλλο. όνειρο* θερινής νυκτός. η ~ είναι γγαστρωμένη*. λευκή* ~. ΠAΡ Tης νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, για να δηλώσουμε ότι δουλειά που γίνεται τη νύχτα δεν μπορεί να είναι τέλεια. H ~ βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, για απρόβλεπτη εξέλιξη. || (παρωχ.) δοχείο νυκτός, σκεύος κατάλληλο για ούρηση ή αφόδευση. β. το σκοτάδι που καλύπτει τη γη όταν ο ήλιος δύσει: H ~ πέφτει επάνω στη γη. Bαθιά ~ σκέπασε τα πάντα. Σκοτεινή / μαύρη / ασέληνη ~. Έξω είναι ~. Πού πας μέσα στη ~; || (μτφ.) ιστορική περίοδος κατά την οποία επικρατεί πνευματικό σκοτάδι: H μακριά ~ του Mεσαίωνα. 2. η διάρκεια της νύχτας: Γεννήθηκε τη ~ της Δευτέρας προς την Tρίτη. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~ / τις νύχτες. || (ως επίρρ.): Έφτασε ~ στο σπίτι του. (έκφρ.) μέρα και ~ / ~ μέρα, συνέχεια, χωρίς διακοπή: Δουλεύει μέρα (και) ~. κτ. γίνεται ~, με τρόπο όχι νόμιμο ή σωστό: H κυβέρνηση πέρασε το νομοσχέδιο ~, απροειδοποίητα και γρήγορα για να προλάβει αρνητικές αντιδράσεις. Πήρε το πτυχίο του ~, για ακατάρτιστο επιστήμονα.
[μσν. νύχτα < νύκτα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νύξ, αιτ. νύκτα]