Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νόρμα
2 εγγραφές [1 - 2]
νόρμα η [nórma] Ο25α : πρότυπο που καθορίζει: α. τον τύπο ενός προϊόντος ή τις τεχνικές μεθόδους παραγωγής: Συσκευές κατασκευασμένες σύμφωνα με τις γερμανικές νόρμες. || ~ χρόνου, ο χρόνος που καθορίζεται για την κατασκευή ενός έργου ή για τον όγκο εργασίας που πρέπει να εκτελέσει ένας εργάτης. β. τον τρόπο συμπεριφοράς στα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου.

[ιταλ. norma]

νορμάλ [normál] Ε (άκλ.) : (προφ.) για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται μέσα στα όρια του φυσιολογικού, του λογικού, του γενικά αποδεκτού ή του συνηθισμένου: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Δεν είναι ~ η συμπεριφορά του. Δεν είναι ~ πράγματα αυτά που κάνεις. Tο ~ είναι να φτάνει το γράμμα σε τρεις μέρες. || (ως επίρρ.): Συμπεριφέρεται εντελώς ~.

[λόγ. < γαλλ. normal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες