Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντόκος
1 εγγραφή
ντόκος ο [dókos] Ο18 : προβλήτα λιμανιού.

[ντοκ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες