Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντουζένι
1 εγγραφή
ντουζένι το [duzéni] Ο44α : (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ είμαι στα ντουζένια μου, είμαι στα κέφια μου.

[τουρκ. düzen `αρμονία΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες