Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντόρος ο [dóros] Ο18 : (οικ.) 1. φασαρία, θόρυβος που δημιουργείται από γέλια, αστεία, παιχνίδια κτλ.: Όταν μαζεύονται τα παιδιά, κάνουν πολύ ντόρο. Mασκαρευτήκαμε έτσι, για να γίνει ~, για να γελάσουμε. 2. ο θόρυβος, οι συζητήσεις, τα σχόλια, θετικά ή αρνητικά, που προκαλεί ένα γεγονός: H δίκη / η θεατρική παράσταση / το βιβλίο έκανε μεγάλο ντόρο.
[ίσως αρχ. επίθ. τορός `με διαπεραστική φωνή΄ (ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-to > tondo > ton-do] ) υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επιθ. με παρόμοιο τονικό σχ.:(;) βραδύ - βράδυ, λευκή - λεύκη]
- ντορός ο [dorós] Ο17 : (λαϊκότρ.) τα ίχνη που αφήνει το θήραμα: Tο σκυλί χάνει / βρίσκει τον ντορό. || (επέκτ.) ανθρώπινες πατημασιές. ΦΡ μπαίνω στον ντορό, αρχίζω να ζω μια τακτική, κάπως τυποποιημένη ζωή: Όταν παντρευτεί, θα μπει κι αυτός στον ντορό. πάω με τον ντορό, ακολουθώ τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα.
[;]