Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τορβάς ο [torvás] & ντορβάς ο [dorvás] & τουρβάς ο [turvás] & ντουρβάς ο [durvás] Ο1 : πάνινη σακούλα που χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν: α. την τροφή τους· ταγάρι. β. την τροφή των ζώων· ταΐστρα1. ΦΡ βάζω το κεφάλι μου στον τορβά, διακινδυνεύω σοβαρά. βάζω κπ. στον τορβά, τον εξαπατώ.
[τ-: μσν.(;) τορβάς < τουρκ. torba -ς· ντ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] · -ου-: τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] ]