Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντοπιολαλιά η [dopxola
á] Ο24 : (παρωχ.) τοπικό γλωσσικό ιδίωμα: Tα ρουμελιώτικα, τα μοραΐτικα, τα νησιώτικα είναι ελληνικές ντοπιολαλιές. [λόγ. ντόπι(ος) -ο- + λαλιά]