Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντετερμινισμός
1 εγγραφή
ντετερμινισμός ο [determinizmós] Ο17 : (φιλοσ.) αιτιοκρατία.

[λόγ. < γερμ. Determinismus < λατ. determin(are) `καθορίζω΄ -ismus = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες