Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντερέκι το [deréki] Ο44 : (οικ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και λεπτός: Ήταν ένα ~ ίσαμ΄ εκεί πάνω.
[τουρκ. direk `κολόνα, κατάρτι΄ -ι με τροπή του άτ. [ir > er] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. direk `κολόνα, κατάρτι΄ -ι με τροπή του άτ. [ir > er] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |