Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νταλκάς ο [dalkás] Ο1 : (λαϊκ.) μεγάλη, δυνατή επιθυμία, μεράκι: Έχει μεγάλο νταλκά για μια γυναίκα.
[τουρκ. dalga `αφηρημάδα, δόση ναρκωτικού΄ -ς ( [g > k] ;)]