Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νους ο [nús] Ο15α : ΣYN μυαλό. 1α. η ανώτερη δύναμη για γνώση, από την οποία εκπηγάζει η νόηση, σε αντιδιαστολή προς την αίσθηση και τη βούληση· διάνοια: Ο (ανθρώπινος) ~ δεν μπορεί να συλλάβει το μυστήριο της δημιουργίας. Ο άνθρωπος υπέταξε τη φύση με τη δύναμη του νου του. Οι πνευματικές ασκήσεις οξύνουν το νου. Tο θείο το προσεγγίζουμε με το νου και με την ψυχή. Έρχεται κτ. / φέρνω κτ. στο νου μου, το σκέφτομαι. Mου εντυπώνεται κτ. στο νου, το θυμάμαι καλά. Ο ~ μου γυρίζει στα παλιά, αναπολώ. || Επιστημονικός / φιλοσοφικός ~, η ιδιαίτερη ικανότητα του νου σε κάποιον τομέα της γνώσης. β. σε εκφράσεις και σε ΦΡ για να δηλώσει: β1. λογική σκέψη: ο κοινός ~, η δυνατότητα ορθής σκέψης που διαθέτει ο μέσος άνθρωπος: Aρκεί ο κοινός ~ για να καταλάβεις ότι
κτ. δεν το χωράει* ο ~ μου. του λείπει* ο ~ / το μυαλό. χάνω το νου μου για κπ. / κάποιος μου παίρνει το νου, για παράφορο έρωτα: Έχασε το νου του, μόλις την είδε. Tου έχει πάρει το νου μια γυναίκα. σαλεύει ο ~ μου, τρελαίνομαι. ΠAΡ ΦΡ κοντά στο νου κι η γνώση*. β2. προσήλωση ή εμμονή της σκέψης σε κτ.: λέω* με το νου μου. ο ~ μου είναι κοντά σε κπ., τον σκέφτομαι συνεχώς. ο ~ μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ., σκέφτομαι ή θεωρώ πιθανό κπ. ή κτ.: Ο ~ του πηγαίνει στο κακό. Δεν πήγε ο ~ μου σ΄ εσένα / ότι θα με ζητούσες. φεύγει ο ~ μου από κπ. / από κτ., ξεχνώ, παύει να με απασχολεί κάποιος ή κτ. τρέχει* / ταξιδεύει* ο ~ μου. ξεδίνει* ο ~ μου. βγάζω κπ. / κτ. από το νου μου, παύω να ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. βγάζω κτ. από το νου μου, εφευρίσκω, επινοώ. βά ζω κτ. στο νου μου, βάζω ένα στόχο ή κάνω μια υπόθεση: Όταν βάλει κά τι στο νου του, δεν του το βγάζεις με τίποτε. Mη βάζεις στο νου σου το κακό. βάζω κτ. με το νου μου, θεωρώ κτ. ενδεχόμενο: Δεν έβαλα με το νου μου ότι θα έλειπες. έχω στο νου μου, σκέφτομαι κπ. ή κτ. ή σκοπεύω να
: Σε είχα στο νου μου όλη την ημέρα. Έχω στο νου μου να του γρά ψω. ό,τι βάλει ο ~ σου / ο ~ του ανθρώπου, τα πάντα: Στην αγορά βρίσκεις ό,τι βάλει ο ~ σου. ο ~ του στο κεχρί*. έχω το νου μου σε κπ. / σε κτ., προσέχω να μην του συμβεί κτ.: Nα έχεις το νου σου στο παιδί. Έχω το νου μου, μην ανησυχείς! το νου σου!, πρόσεχε: Tο νου σου στο παιδί! Tο νου σου μη σε γελάσει! (λόγ.) έχω κατά νουν, σκοπεύω να
ή το έχω υπόψη μου. 2. (λόγ.) άνθρωπος με βαθιά σκέψη· διάνοια: Ο Aριστοτέλης ήταν μέγας ~. || Iθύνων* ~.
[1: αρχ. νοῦς· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. esprit]