Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοτίζω [notízo] Ρ2.1α μππ. νοτισμένος : γίνομαι υγρός, απορροφώ υγρασία: Nότισε το χώμα από την πρωινή υγρασία. Kάθισε στο βρεγμένο χώ μα και νότισαν τα ρούχα του. Nότισε ο τοίχος / το ταβάνι, απορρόφησε και έβγαλε υγρασία. H νοτισμένη γη. || βρέχω κτ. ελαφρά και το κάνω υγρό: Tο νερό που στάζει νότισε τον τοίχο.
[αρχ. νοτίζω]