Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοσοκόμος ο [nosokómos] Ο18 θηλ. νοσοκόμα [nosokóma] Ο25α & (λόγ.) νοσοκόμος [nosokómos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την περιποίηση των αρρώστων και που βοηθάει το γιατρό στο νοσηλευτικό έργο του· (θηλ.) αδελφή ~, αδελφή2β: Διπλωματούχος / πρακτική νοσοκόμα. Nυχτερινή / αποκλειστική νοσοκόμα. H λευκή στολή / μπλούζα της νοσοκόμας. ΦΡ κάνω σε κπ. τη νοσοκόμα, έχω αναλάβει την περιποίηση ατόμου κατάκοιτου ή πολύ ηλικιωμένου και για να δηλώσω τη δυσφορία μου γι΄ αυτή την υποχρέωση.
[λόγ. < ελνστ. νοσοκόμος· νοσοκόμ(ος) -α· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]