Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοσοκομείο το [nosokomío] Ο39 : δημόσιο ίδρυμα όπου νοσηλεύονται οι άρρωστοι και οι τραυματίες· (πρβ. κλινική): Γενικό ~. ~ παίδων / λοιμωδών νόσων. Στρατιωτικό / πλωτό ~. H χειρουργική / η παιδιατρική κλινική ενός νοσοκομείου. ~ εκατό κλινών. Ο θάλαμος / το κρεβάτι / το προσωπικό του νοσοκομείου. Εισαγωγή ενός αρρώστου στο ~. Παίρνω εισιτήριο / εξιτήριο για / από το ~. Mπαίνω στο ~ για να κάνω εγχείρηση. Έγινε καλά και βγήκε απ΄ το ~. Nοσηλεύτηκε τρεις μήνες στο ~.
[λόγ. < ελνστ. νοσοκομεῖον]