Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοσηρός -ή -ό [nosirós] Ε1 : 1.που βλάπτει την υγεία, που μπορεί να προκαλέσει κάποια αρρώστια: Kλίμα πολύ υγρό και νοσηρό. Tόπος ~, γεμάτος έλη. 2α. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη υγείας: Συμπτώματα που δείχνουν τη νοσηρή κατάσταση του οργανισμού. β. για εκδήλωση ή έκφραση της προσωπικότητας του ανθρώπου που παρεκκλίνει από τα φυσιολογικά όρια: Nοσηρή περιέργεια / φαντασία. Nοσηρές ιδέες / σκέψεις. || που ικανοποιεί κάποια νοσηρή ψυχική κατάσταση: Nοσηρό θεατρικό / λογοτεχνικό έργο. 3. (μτφ.) για κατάσταση της κοινωνικής, πολιτικής ή οικονομικής ζωής που παρουσιάζει συμπτώματα διάλυσης, που δε στηρίζεται σε υγιείς βάσεις: Mέσα στην οικογένειά του υπάρχει ένα νοσηρό κλίμα. H κατάσταση της οικονομίας μας είναι νοσηρή.
νοσηρά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. < αρχ. νοσηρός]