Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσηλεύτρια
1 εγγραφή
νοσηλευτής ο [nosileftís] Ο7 θηλ. νοσηλεύτρια [nosiléftria] Ο27 : επιστημονικά εκπαιδευμένος νοσοκόμος.

[λόγ. νοσηλεύ(ω) -τής· λόγ. νοσηλευ (τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες