Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομοσχέδιο το [nomosxéδio] Ο40 : σχέδιο νόμου που υποβάλλει η κυβέρνηση στη βουλή για να ψηφιστεί: H κυβέρνηση εισήγαγε το εκλογικό ~ προς συζήτηση στη βουλή. Tο εργατικό ~ ψηφίστηκε στο σύνολό του, όμως απορρίφθηκαν ορισμένα άρθρα του.
[λόγ. νομο- 1 + σχέδιον μτφρδ. γερμ. Gesetzentwurf]