Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομοθετώ [nomoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : α.για νομοθετικό σώμα που καταρτίζει, που συντάσσει νόμους: H βουλή νομοθετεί. || για νομοθέτη που γράφει και επιβάλλει νόμους. β. καθορίζω κτ. με νόμο: Οι αυξήσεις των δημόσιων υπαλλήλων έχουν νομοθετηθεί. Nομοθετημένες θέσεις στη δημόσια διοίκηση.
[λόγ. < αρχ. νομοθετῶ]